-
1 τρέπω
Aτρέψω 15.261
, etc.: [tense] aor. 1ἔτρεψα 18.469
, etc., [dialect] Ep.τρέψα 16.645
: besides [tense] aor. 1 Hom. has [tense] aor. 2 ἔτρᾰπον, Od.4.294, al., also Pi.O.10(11).15 (sts. also intr., v. περιτρέπω 11 and perh. Il.16.657, cf. 111 fin.): [dialect] Aeol. [tense] aor. ἔτροπον, v. ἀνατρέπω: [tense] pf. , Anaxandr.51, ([etym.] ἀνα-) S.Tr. 1009 (lyr.), And.1.131; laterτέτρᾰφα Din.1.108
, ([etym.] ἀνα-) ib.30, D.18.296 (cod. S), Aeschin.1.190, 3.158 (but cf. Wackernagel Studien zum griech. Perf.15);ἐπι-τέτραφα Plb.30.6.6
:—[voice] Med., [tense] fut.τρέψομαι Hdt.1.97
, Hp.Prog.20, E. Hipp. 1066, etc.: [tense] aor.ἐτρεψάμην Od.1.422
, E.Heracl. 842: also [tense] aor. 2ἐτραπόμην Il.16.594
, Hdt.2.3, al. (used also in pass. sense, ([etym.] ἀν-) Il.6.64, 14.447, and once in [dialect] Att., ([etym.] ἀν-) Pl.Cra. 395d); imper. : [tense] pf. (v. infr.):—[voice] Pass., [tense] fut.τρᾰπήσομαι Plu.Nic.21
, etc.; alsoτετράψομαι Ph.1.220
, ([etym.] ἐπι-) Pisistr. ap. D.L.1.54: [tense] aor.ἐτρέφθην Hom. Epigr.14.7
, once in Trag., E.El. 1046 (v. ἐπιτρέπω); [dialect] Ion.τραφθῆναι Od.15.80
, cf. Hdt.4.12: [tense] aor. 2 ἐτράπην [pron. full] [ᾰ] A.Pers. 1029 (lyr.), Ar.Ec. 416, etc.; ἐτρέπην ([etym.] ἐν-) UPZ5.24 (ii B. C.): [tense] pf. ; [ per.] 3pl.τετράφαται Thgn.42
, cf. Il.2.25 ([etym.] ἐπι-); [ per.] 3sg. imper.τετράφθω 12.273
; part.τετραμμένος 19.212
, etc.: [tense] plpf., [dialect] Ep. [ per.] 3sg.τέτραπτο Od.4.260
; [ per.] 3pl.τετράφατο Il.10.189
.—From the [tense] aor. 2 has been formed the [tense] pres. ἐπιτρᾰπέουσι, ib. 421; cf. τραπητέον.—The [dialect] Ion. forms used by Hdt. are [tense] pres. [voice] Pass.τράπονται 6.33
, al.; [ per.] 3sg. [tense] impf.τρέπεσκε 4.128
; [tense] aor. [voice] Pass.τραφθείς 9.56
; but [tense] fut. ἐπιτράψομαι is f. l. in 3.155, and in the [tense] pres. [voice] Act. and [voice] Pass. codd. vary (both forms in codd. of 2.92 ([voice] Act.),τρέπεται 1.117
,τράπεται 4.60
):—[dialect] Dor. forms, [full] τράπω EM114.19; [tense] fut. ([place name] Crete):— turn or direct towards a thing, Hom., etc.; mostly folld. by a Prep.,τ. [φύσας] ἐς πῦρ Il.18.469
;ἐς ποταμὸν φλόγα 21.349
; εἰς εὐνὴν τράπεθ' ἥμεας show us to bed, Od.4.294 (perh. with a punning reference to ταρπώμεθα in next line); (as though τραπείομεν in Il.3.441 belonged to τρέπω and not to τέρπω; unless there is a pause after λέκτρονδε); θυμὸν εἰς ἔργον τ. Hes.Op. 316
;εἰς ἐχθροὺς βέλος A.Th. 255
;πόλεις ἐς ὕβριν Th.3.39
;τὸν ἄνθρωπον.. εἰς ἀθυμίαν D.23.194
;πρὸς ἠέλιον κεφαλήν Od.13.29
;πρὸς ὄρος πίονα μῆλα 9.315
;πρὸς εὐφροσύναν ἦτορ Pi.I.3.10
;τὰς γνώμας πρὸς χρηματισμόν Pl.Ep. 355b
; alsoἐπ' ἐμπορίην θυμόν Hes.Op. 646
, cf. Pl. Phdr. 257b, R. 508c;δᾶμον ἐς ἡσυχίαν Pi.P.1.70
;ἐπ' ἐχθροῖς χεῖρα S.Aj. 772
;κατὰ πληθὺν τ. θυμόν Il.5.676
;ἀντίον Ζεφύρου πρόσωπον Hes.Op. 594
: with Advbs.,πάντων ὁμόσε στόματ' ἔτραπε Il.12.24
;οὐκ οἶδ' ὅποι χρὴ.. τ. ἔπος S.Ph. 897
;ἐνταῦθα σὴν φρένα E.IT 1322
; τὴνδιάνοιαν ἄλλοσε Pl.R. 393a
;ἐκεῖσε τ. τὰς ἡδονάς Id.Lg. 643c
;ἐπὶ τὴν θεραπείαν τὸν λόγον Sor.2.23
: c. inf., σέ.. ἔτραπε.. ὀργὰ παρφάμεν led thee to speak crookedly, Pi.P.9.43:—also in [voice] Med.,τραπέσθαι τινὰ ἐπί τι Pl.Euthd. 303c
, cf. Chrm. 156c:—[voice] Pass.,κεῖται ἀνὰ πρόθυρον τετραμμένος Il.19.212
.2 [voice] Pass. and [voice] Med., turn one's steps, turn in a certain direction,τραφθῆναι ἀν' Ἑλλάδα Od.15.80
;τραφθέντες ἐς τὸ πεδίον Hdt. 9.56
;ἐς Θήβας ἐτραπόμην Id.2.3
; ἐπὶ Προκόννησον, ἐπ' Ἀθηνέων, Id 6.33, 5.57: with Advbs., ἀμηχανεῖν ὅποι τράποιντο which way to turn, A. Pers. 459;ἀμηχανῶ.. ὅπᾳ τράπωμαι Id.Ag. 1532
(lyr.);πᾷ τις τράποιτ' ἄν; Id.Ch. 409
(lyr.);ποῖ τρέψομαι; E.Hipp. 1066
, cf. X.An.3.5.13;ποῖ χρὴ τραπέσθαι; Lys.29.2
: c. acc. cogn., τραπέσθαι ὁδόν take a course, Hdt.1.11, cf. 9.69, Pl.Sph. 242b;πολλὰς ὁδοὺς τραπόμενοι κατὰ ὄρη Th.5.10
; .3 in [voice] Pass. and [voice] Med. also, turn or betake oneself, εἰς ὀρχηστύν, εἰς ἀοιδήν, Od.1.422, 18.305;ἐπὶ ἔργα Il.3.422
, etc.; ἐπ' ἀναιδείην Hom Epigr.14.7;ἐπὶ σωφροσύνην Thgn.379
;ἐπὶ ψευδέα ὁδόν Hdt.1.117
;ἐπὶ φροντίδας E.IA 646
;ἐφ' ἁρπαγήν Th.4.104
;ἐπ' εἰρήνην X.HG4.4.2
;ἐς τὸ μαίνεσθαι S.OC 1537
;ἐς ἀλκήν Th.2.84
;εἰς ἁρπαγὴν ἐπὶ τὰς οἰκίας X.HG6.5.30
;κατὰ θέαν τετραμμένοι Th.5.9
;πρὸς ἀλκήν Hdt.3.78
;πρὸς τὸ κέρδιον τραπείς S.Aj. 743
;πρὸς λῃστείαν Th.1.5
;πρὸς ἄριστον τετρ. Hdt.1.63
;πρὸς τὸν πότον Pl.Smp. 176a
, etc.; also τ. πρός τινα betake oneself, have recourse to him, Cratin.152, X.An.4.5.30, Pl.Prt. 339e;ἐφ' ἱκετείαν τ. τῶν διωκόντων Id.Ap. 39a
.4 [voice] Pass. and [voice] Med., of places, to be turned or look in a certain direction,πρὸς ζόφον Od. 12.81
; πρὸς ἄρκτον, πρὸς νότον, etc., Hdt. 1.148, Th.2.15, etc.; alsoπρὸς τοῦ Τμώλου Hdt.1.84
; ἄντ' ἠελίου τετρ. straight towards, Hes. Op. 727.II turn, i. e. turn round or about, πάλιν τρέπειν turn back,ἵππους Il.8.432
; τινα ib. 399; ὄσσε, δόρυ, 21.415, 20.439; τὰ καλὰ τ. ἔξω turn the best side outmost, show the best side (of a garment), Pi.P.3.83:—[voice] Pass.,πάλιν ἐτράπετ' Il.21.468
;μή τις ὀπίσσω τετράφθω 12.273
; c. gen., turn from..,υἷος 18.138
; ἐτράπετ' αἰχμή the point bent back, like ἀνεγνάμφθη, 11.237; of the sun having passed the meridian,πόστην ἥλιος τέτραπται; Ar.Fr. 163
, cf. Antig. Mir.60; also of the solstice, ἐπειδὰν ἐν χειμῶνι τράπηται [ὁ ἥλιος] (v.τροπή 1
) X.Mem.4.3.8, cf. Pl.Lg. 915d;τραπείσης τῆς ὥρας Arist. HA 628b26
:—intr. in [voice] Act., περὶ δ' ἔτραπον ὧραι, v. περιτρέπω 11.2 τ. τι εἴς τινα turn upon another's head, τ. τὴν αἰτίαν, τὴν ὀργὴν εἴς τινα, Is.8.41, D.8.57; freq. in imprecations, ἐς κεφαλὴν τράποιτ' ἐμοί on my head be it! Ar.Ach. 833, cf. Hdt.2.39; εἰς σεαυτὸν τρεπέσθω on your head be it! IG4.444 ([place name] Phlius);ἦ κἀπ' ἐμοὶ τρέποιτ' ἂν αἰτίας τέλος; A.Eu. 434
; keep your ills to yourself,Ar.
Ach. 1019, Nu. 1263;πρὸς ὑμᾶς αὐτοὺς τρέψεσθε Lys.8.19
.3 alter, change,φρένας Il.6.61
;τὰς γνώμας X.An.3.1.41
; [τὸ χρῶμα] Sor.1.35; [ τὸ γάλα] ib.92;ἔτραπεν κεῖνον μισθῷ χρυσός Pi.P.3.55
; deceive, Archil.166;ἐς κακὸν τ. τινά Pi.P.3.35
; (troch.); , cf. Hdt.7.105, etc.: [voice] Med., πρὸς τὰς ξυμφορὰς τὰς γνώμας τρέπεσθαι shift their views, Th.1.140, cf. Plu. 2.71e, etc.:—[voice] Pass., to be changed,τρέπεται χρώς Il.13.279
, cf. Od. 21.413, Hes.Op. 416; τὴν χρόαν τρέπεσθαι, of animals, Plu.2.51d; τῷ χρώματι τρεπομένας, of women, Sor.1.35 (so abs., of a man, Id.Vit.Hippocr.5);ὁ οὕτω τρεπόμενος σφυγμός Gal.18(2).40
;τρέπεται νόος Od.3.147
;νόος ἐτράπετ' 7.263
;Διὸς ἐτράπετο φρήν Il.10.45
;τράπομαι καὶ τὴν γνώμην μετατίθεμαι Hdt.7.18
; ὁρῶν αὐτοὺς τετραμμένους seeing that they had changed their minds, Id.9.34, cf. Th.4.106;ἐπὶ τὰ βελτίω τρέπου Ar.V. 986
: c. inf.,κραδίη τέτραπτο νέεσθαι Od.4.260
;ἐτράποντο.. τῷ δήμῳ.. τὰ πράγματα ἐνδιδόναι Th. 2.65
: c. acc. cogn.,πλείους τραπόμενος τροπὰς τοῦ Εὐρίπου Aeschin. 3.90
; οἶνος τρέπεται the wine turns, becomes sour (v. τροπίας), S.E. P.1.41;ἡ ξανθὴ χολὴ.. εἰς τὸν ἰώδη τρέπεται χυμόν Gal.16.534
; ἡ ἀδελφὴ ἐπὶ τὸ κομψότερον ἐτράπη has taken a turn for the better, POxy.935.5 (iii A. D.); ἐπὶ τὸ ῥᾷον ἔδοξεν τετράφθαι ib.939.17 (iv A. D.); τοῦ πατρὸς ἡμῶν εἰς ἄπορον τραπέντος having become destitute, PMeyer 8.14 (ii A. D.):—intr. in [voice] Act.,τοῦ ἄρχοντος τρέποντος εἰς δεσπότην Ph.2.562
.III turn or put to flight, rout, defeat,τρέψω δ' ἥρωας Ἀχαιούς Il.15.261
;ἔτρεψε φάλαγγας Tyrt.12.21
, cf. Pi.O.10 (11).15, Hdt.1.63, 4.128, Th.1.62, 4.25,33, etc.; in full,φύγαδε τ. Il.8.157
;εἰς φυγὴν ἔτρεψε τοὺς ἑξακισχιλίους X.An.1.8.24
;τρέψαι καὶ ἐς φυγὴν καταστῆσαι Th.7.43
(but they fled,E.
Supp. 718):—[voice] Med., [tense] pres., X.An.5.4.16, J.AJ13.2.4, Plu.Cam.29: [tense] fut., Ar.Eq. 275 (troch.): [tense] aor. 1, E.Heracl. 842, X.An.6.1.13:—[voice] Pass., to be put to flight, [tense] aor. 2 (lyr.), X.Cyr.5.4.7 (v.l. ἐτράποντο), etc.: also [tense] aor. 1ἐτρέφθην Id.An.5.4.23
, HG3.4.14, Cyn.12.5: [tense] aor. 2 [voice] Med.ἐτραπόμην Hdt.1.80
, 9.63, etc.;ἐς φυγὴν τραπέσθαι Id.8.91
, Th.8.95;τραπόμενοι κατέφυγον Id.4
54;φυγῇ ἄλλος ἄλλῃ ἐτράπετο X.An.4.8.19
;ἐτράποντο φεύγειν Plu.Lys. 28
, Caes.45: rarely in [tense] pf. [voice] Pass.,τετραμμένου φυγᾷ γένους A.Th. 952
(lyr.):—also intr. in [voice] Act.,φύγαδ' ἔτραπε Il.16.657
(unless it governs δίφρον).IV turn away, keep off, ;τ. τινὰ ἀπὸ τείχεος 22.16
;ἑκάς τινος Od.17.73
([voice] Med.);τῇ.. νόον ἔτραπεν 19.479
: abs.,ἀλλὰ Ζεὺς ἔτρεψε Il.4.381
; of weapons,βέλος.. ἔτραπεν ἄλλῃ 5.187
;ἀπὸ ἔγχεος ὁρμὴν ἔτραπε Hes. Sc. 456
.VI turn, apply,τ. τι ἐς ἄλλο τι Hdt.2.92
; τὰς ἐμβάδας ποῖ τέτροφας; what have you done with your shoes? Ar.Nu. 858;τὸν μόναυλον ποῖ τέτροφας; Anaxandr. 51
:—[voice] Pass.,ποῖ τρέπεται.. τὰ χρήματα; Ar.V. 665
(anap.). -
2 ἐπιψηφίζω
A put to the vote, in Senate or Assembly,ἐ. τὰς γνώμας Antipho 6.45
, etc.;ταῦτα D.22.9
: c.inf., put it to the vote that.., Th.2.24 ; of the President in the Amphict. Council,ἐ. τὰς γνώμας Aeschin.3.124
.2 abs., put the question, Th.6.14, etc.; οὐκ ἠθέλησεν ἐπιψηφίσαι, of Socrates, X.Mem.1.1.18 ; in the preface to decrees,τῶν προέδρων ἐπεψήφιζε ὁ δεῖνα IG22.44
, al., cf. Decr. ap. And. 1.77 ; ἐ.ἐς τὴν ἐκκλησίαν (at Sparta) Th.1.87 ;ἐ. τῇ ἐκκλησίᾳ Luc. Tim.44
.3 ἐ. τινί to put the question for or at the instance of any one, Hdt.8.61.4 ἐ. τοὺς παρόντας to put the question to them, take their votes, Pl.Grg. 474a, cf. 476a.II [voice] Pass., to be put to the vole, Aeschin.2.67,3.126, Michel 163.40 ([place name] Delos) ; of an office, to be voted upon, Arist.Pol. 1301b25.III later in [voice] Med., of the Assembly itself, or generally of voters, vote, approve,τὰ ῥηθέντα D.S.19.61
, cf. D.H.6.71,84, Plu.Cic.33 (also in [voice] Act.,D.H.7.38, Luc.Charid.12).2 ἐ. χρόνον τινί vote an extension of command, Plu.Flam.7 ; also στρατιὰν ἄλλην ἐ. πέμπειν v.l.in Th.7.16.3 [voice] Med.in act. sense, IG 12(7).239 ([place name] Amorgos), 12(9).4 ([place name] Carystus), Just.Nov.15.6 Ep.V calculate, Vett.Val.352.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιψηφίζω
-
3 συμφορά
A bringing together, collecting,βελῶν Polem.Cyn.24
; conjunction,νούσων μυρίων τε καὶ κακῶν Aret. SD2.11
; comparison,τὰς ξ. τῶν βουλευμάτων S.OT44
(but in signf. 11.1, = τὰς συντυχίας καὶ ἀποβάσεις, acc. to Sch.):—pedantically for συμβολή, a contribution, Luc.Lex.6.II commonly (fromσυμφέρω A. 111.4
, and B. 111), event, circumstance, chance, hap,πᾶν ἐστι ἄνθρωπος συμφορή Hdt.1.32
; αἱ σ. τῶν ἀνθρώπων ἄρχουσι, καὶ οὐκὶ ὥνθρωποι τῶν ς. Id.7.49;συμφορὰς βίου A.Eu. 1020
(lyr.), cf. 897, Fr.96A;ἔν τε συμφοραῖς βίου S.OT33
; ξυμφορᾶς ἵν' ἕσταμεν in what a plight I am, Id.Tr. 1145;ὦ ξ. τάλαινα τῶν ἐμῶν κακῶν Ar.Ach. 1204
; ξυμφορᾶς τίνος κυρῆσαι; E. Ion 536 (troch.);πρὸς τὰς ξ. καὶ τὰς γνώμας τρέπεσθαι Th.1.140
; αἱ ξ. τῶν πραγμάτων ibid.2 mishap, misfortune, Hippon.49.4, etc.; early writers freq. add an epith.,σ. ἄχαρις Hdt.1.41
, 7.190;οἰκτρά Pi.O.7.77
; ; : c. gen.,σ. πάθους A.Pers. 436
; κακοῦ ib. 1030 (lyr.): but the word came to be used alone in a bad sense, συμφορᾷ δεδαιγμένοι (or δεδαγμ-) Pi.P.8.87;ὑπὸ τῆς σ. ἐκπεπληγμένος Hdt.3.64
;συμφορῇ τοιῇδε κεχρημένος Id.1.42
, cf. Antipho 3.2.8; αἱ παροῦσαι ς. S. Ph. 885; ἐς ( ἐπὶ codd.) συμφορὴν ἐμπεσεῖν, of a hurt or a disease, Hdt.7.88; of defects of character,τριῶν τῶν μεγίστων ξ., ἀξυνεσίας ἢ μαλακίας ἢ ἀμελείας Th.1.122
; of overpowering passion, X.Cyr.6.1.37: euphem. for ἄγος, S.OT99; for ἀτιμία, And.1.86; for banishment, X.HG1.1.27, Isoc.5.58; offence, trespass, Pl.Lg. 854d, 934b; συμφορήν or μεγάλην σ. ποιεῖσθαί ([etym.] τι ) look upon or consider a thing as a great misfortune, Hdt.1.83, 4.79, 5.35, etc.; folld.by ὅτι, Id.1.216, etc.; σ. νομίζειν, κρίνειν, ἡγεῖσθαι, X.Ages.7.4, 11.9, Pl.Phd. 84e: prov.,πῖνε, πῖν' ἐπὶ συμφοραῖς Simon.
(14) ap.Ar.Eq. 406; of a person, μηδὲ συμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρα, i.e. ὡς ὄντα σ., S.Aj.68; τὸν ἄνθρωπον.. κοινὴν τῶν Ἑλλήνων ς. Aeschin.3.253;σ. τῆς πόλεως Din.1.65
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμφορά
-
4 επιγραφω
1) наносить царапину, оцарапывать(ὀϊστὸς ἐπέγραψε χρόα Hom.)
ἐπιγράψαι τινὰ ταρσόν Hom. — царапнуть кого-л. в пятку;ἄκροις δακτύλοις ἐ. τὸ σιτίον Luc. — чуть прикасаться к еде2) делать отметку, метитьἐ. κλῆρον Hom. — помечать жребий
3) писать, надписывать, начертывать, вырезывать(γράμματα Her.; τι ἐπὴ τρίποδα Thuc. и εἰς τὸν τρίποδα Dem.; ποιήματα καὴ ἐπιδείγματα Plat.; νόμους ἐπὴ καρδίας NT.)
ἐπίγραμμά τινι ἐ. Dem. — сделать надпись на чьей-л. могиле;ἐπιγεγράφθαι τινί Plat. — быть начертанным на чьей-л. могиле;ἥ ἐπιστολέ ἥ ἐπιγεγραμμένη τινί Polyb. — адресованное кому-л. письмо4) приписывать(τὰς τιμὰς οὐ μόνον ταῖς πορφύραις, ἀλλὰ καὴ τοῖς ἐπιτηδεύμασι Plut.)
ἐ. ἑαυτόν и med. — приписывать себе, принимать на себя (προσωνυμίαν Plut.);ἐ. ἑαυτὸν ἐπί τι Aeschin. — вменять что-л. в заслугу себе;οἱ τὸν Πλάτωνα ἐπιγραφόμενοι Luc. — приверженцы Платона5) юр. записывать, вписывать, вносить, регистрироватьἐπιγράψαι τινὰ ἐπίτροπον Isocr. — записать (назначить) кого-л. опекуном;
ἐπιγράψασθαι ἑαυτὸν ἐς τὰς σπονδάς Thuc. — присоединиться к (чьему-л.) договору;ἐπιγράψασθαι πολίτας τινάς Thuc. — внести кого-л. в списки своих граждан;ἐπιγράψασθαι μάρτυρας Dem. — составить (и вручить) список своих свидетелей6) юр., тж. med. назначать, определять(τὰ μέγιστα ἐπιτίμια, med. τίμημά τι Aeschin.)
τὸ ἐπιγραφὲν βλάβος Plat. — определенный (истцами) убыток;τὰ ἐπιγεγραμμένα Dem. — требуемое (истцами) возмещение;τρία τάλαντο τίμημα τῷ χλήρῳ ἐπιγράψασθαι Isae. — заявить претензию на наследство в размере трех талантов7) устанавливать в виде подати, назначать в качестве налога(μεγίστην εἰσφοράν τινι Isocr.; τοῖς πλουσιωτάτοις πλῆθός τι ἀργυρίου Arst.)
τὸ ἐπιγραφέν Arst. — установленный налог -
5 παρασκευάζω
παρασκευάζω, [tense] fut.- άσω X.Cyr.1.6.18
(but [ per.] 3sg.- σκευᾷ Epicur. Nat.14.2
, [ per.] 2pl. (Cos, iv/iii B. C.)): [dialect] Ion. [ per.] 3pl. [tense] plpf. [voice] Pass.παρεσκευάδατο Hdt.7.218
, etc.: later sts.[full] παρασκεάζω, asπαρεσκεασμένων IPE12.32B12
(Olbia, iii B.C.):—A get ready, prepare,δεῖπνον Hdt.9.82
, Pherecr.172 ;στρατείαν Th.4.74
; ;πλοῖα Lys.13.26
; ἱππέας, ὅπλα, τριήρεις, X.Ages.1.24, Cyr.2.1.9, HG1.4.11 ; hold ready,τῆς θύρας παρεσκευασμένης Lys. 1.24
: κατασκευάζω is prop. fit out and prepare what one has, παρασκευάζω provide and prepare what one has not ; cf.κατασκευή 11
.2 provide, procure, contrive, ;τῇ νηῒ οἶνον καὶ ἄλφιτα Th.3.49
;πᾶσαν ἡμῖν εὐδαιμονίαν Pl. Smp. 188d
, etc. ; ὀργὰς τοῖς ἀκούουσι κατά τινων π. Lys.1.28 : in bad sense, get up,ἀντίδοσιν ἐπί τινα D.28.17
; v. infr. B. 1.2.3 make or render so and so, with part. or Adj., π. τὰ σώματα ἄριστα ἔχοντας, π. τινὰς ὅτι βελτίστους, X.Cyr.1.6.18, 5.2.19 ; τοὺς θεοὺς ἵλεως αὑτῷ π. Pl.Lg. 803e ; τοὺς κριτὰς τοιούτους π. Arist.Rh. 1387b17, cf. 1380b31 : c. inf., accustom, τὸ στράτευμα παρεσκευακέναι ὡς πόνον μηδένα ἀποκάμνειν accustom it not to.., X.HG7.5.19, cf. Eq.2.3 ;π. τὸν βίον αὑτῷ μηδὲν δεῖσθαί τινος Pl.R. 405c
;π. τινὰς τὴν τιμὴν ἀποδιδόναι PFlor.347.2
(V A. D.) ;π. ὅπως ὡς βέλτισται ἔσονται αἱ ψυχαί Pl.Grg. 503a
, cf. Ap. 39d ;π. τινῶν τὰς γνώμας, ὡς ἰτέον εἴη X.Cyr.2.1.21
;δεῖ παρασκευάσαι τὸν ἀκροατὴν ἐν τῷ προοιμίῳ D.H.Rh.10.13
.B [voice] Med. and [voice] Pass. :I in proper sense of [voice] Med., get ready or prepare for oneself,ὅπλα ἐς τὰς γεφύρας Hdt.7.25
; π. τὰ πολέμια, ναυτικόν, στρατείαν, Th.1.18, 2.80, 4.70 ἑκατὸν νεῶν ἐπίπλουν τῇ Πελοποννήσῳ π. Id.2.56 ; τὸν γὰρ τοῦ πράττειν χρόνον εἰς τὸ παρασκευάζεσθαι ἀναλίσκομεν in preparation, D.4.37 ; τοῖον παλαιστὴν νῦν π. ἐπ' αὐτὸς αὑτῷ is preparing such an adversary for himself, A.Pr. 920.2 in Oratt., procure, suborn persons as witnesses, partisans, etc., so as to obtain a verdict by fraud or force (cf.παρασκευή 1.3
) ;π. τοὺς συκοφάντας And.1.105
;ῥήτορας παρασκευασάμενοι Is.1.7
; ψευδεῖς λόγους ib.17 ;μάρτυρας ψευδεῖς παρεσκεύασται D.29.28
; π. τινὰς τῶν δημοτῶν bring them over to one's side, Id.44.39 : abs., form a party, intrigue, Is.10.1, D.27.2 :—so in [voice] Act., X.HG1.7.8, Is.8.3 ; παρασκευάζειν τινὶ δικαστήριον pack a jury to try him, Lys.13.12:—[voice] Pass., ὑπὸ σοῦ παρεσκευάσθη was 'squared' by you, D.20.145.II [voice] Med. also abs., prepare oneself, make preparations,τῷ ναυτικῷ.. παρασκευασαμένῳ Th. 2.80
;παρασκευασάμενος μεγάλως Hdt. 9.15
;παρασκευάσασθαι ὥστε ἀμύνασθαι X.An.7.3.35
: in [tense] pres. and [tense] impf. it may be regarded either as [voice] Pass. or [voice] Med., D.18.19, etc. ; π. ἐς ναυμαχίην, μάχην, Hdt.9.96,99 ;π. πρός τι Th.3.69
, etc. ; στρατεύεσθαι π. Hdt. 1.71, cf. A.Ag. 353, Ar.Av. 227 : c. [tense] fut. inf., X.Cyr.7.5.12.2 freq. folld. by ὡς with [tense] fut. part.,παρεσκευάσαντο ὡς πολιορκησόμενοι Hdt. 5.34
;π. ὡς ἐλῶν Id.2.162
, cf. 9.122 ; π. ὡς ναυμαχήσοντες (expressed just above by ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν) Th.4.13 ; ὡς προσβαλοῦντες ib.8 ;π. ὡς μάχης ἐσομένης X.HG4.2.18
, cf. Cyr.3.2.8 : c. [tense] fut. part. withoutὡς, τέχνῃ παρεσκευάζετο ἐπιθησόμενος Th.5.8
, cf. 6.54, 7.17, X.HG4.1.41 ; alsoπ. ὅπως ἐσβαλοῦσιν ἐς τὴν Μακεδονίαν Th.2.99
, cf. Pl. Tht. 183d.3 in [tense] pf. παρεσκεύασμαι, to be ready, prepared,κάρτα εὖ παρεσκευασμένοι Hdt.3.150
; τράπεζαι.. παρεσκ. Ar.Ec. 839 ; λῃστρικώτερον π. equipped in pirate fashion, Th.6.104 ;παρεσκ. ἔρχομαι ἐπὶ τὸν λόγον Pl.Phd. 91b
;εὖ παρεσκ. καὶ τὰς ψυχὰς καὶ τὰ σώματα X.Oec.5.13
; ἐς τὴν πολιορκίην παρεσκευάδατο v.l. in Hdt.3.150 ;παρεσκευάδατο ὡς ἀπολεόμενοι Id.7.218
;ταῖς ψυχαῖς παρεσκευας μένους ὡς χεῖρας ξυμμείξοντας X.Cyr.2.1.11
: folld. by ὥστε c. inf., ;παρεσκευάσθαι ὡς ἱκανοὶ εἶναι X.Cyr.4.2.13
: c. inf. only,δρᾶν παρεσκευασμένος A.Th. 440
, E.Heracl. 691, cf. A.Ag. 1422, Ar.Nu. 607, etc.: so in [tense] aor.,ὥστε ἂν.. παρασκευασθῶσιν οὕτως ἔχειν Arist.Rh. 1388a26
.4 [voice] Med., = exonerare alvum, LXX 1 Ki. 24.4.III παρεσκευάσθαι τι to be prepared or provided with a thing, ;π. λαμπρὸν ἱμάτιον Thphr.Char.21.11
.IV in [voice] Pass., of things, to be got ready, prepared, ἐπειδὴ παρεσκεύαστο when preparations had been made, Th.4.67 ; ; in Hdt.9.100, for ὡς παρεσκευάδατο τοῖσι Ἕλλησι, Reiske proposed παρεσκεύαστο.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασκευάζω
-
6 επιψηφιζω
1) ставить на голосование(τὰς γνώμας Aeschin.)
ἐ. τινί Her. — предложить голосовать в пользу кого-л.2) ставить вопрос на обсуждение(ἐ. καὴ γνώμας προτιθέναι Thuc.)
3) спрашивать мнение, запрашивать, т.е. заставлять голосовать(τοὺς παρόντας Plat.)
4) med. голосовать, решать голосованиемἐψηφίσαντο ὁπλίτας καταλέξασθαι χιλίους Xen. — (афиняне) постановили набрать тысячу гоплитов;
pass. — решаться голосованием (ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ Aeschin.) -
7 δι-ίστημι
δι-ίστημι (s. ἵστημι), auseinanderstellen, gesondert aufstellen; τοὺς λόχους Thuc. 4, 74; trennen, unterscheiden, κατ' εἴδη, ἐν τάξει, Plat. Phil. 23 d Rep. X, 617 d; εἰς μέρη, Dem. 18, 61, u. Sp; neben διακόπτω, Plut. Pomp. 19; τὶ ἀπό τινος, dem χωρίζειν entsprechend, Symp. 4, 1, 3, vgl. D. Hal. 9, 17; ἡμᾶς ἀλλήλων, Anton. 84; τίτινος, davon unterscheiden, Ath. VII, 803 d. Auch im med. praes. u. aor., γένη Plat. Tim. 63 c; τόν τε δικαιότατον καὶ τὸν ἀδικώτατον Rep. II, 360 e. – Dah. τὸν δῆμον, veruneinigen, Ar. Vesp. 41; vgl. τὴν Ἑλλάδα Her. 9, 2; Xen. Hell. 2, 2, 35; Thuc. 6, 77, τινά τινος; Luc. D. Mort. 14, 2. – Häufiger im med. u. perf. nebst aor. II. act., sich auseinanderstellen, trennen, Ggstz von συνάγεσϑαι, Plat. Tim. Locr. 101 a; ϑάλασσα διίστατο Il. 13, 29; vgl. 17, 391. 24, 718; διαστὰν γᾶς βάϑρον, auseinander klaffend, Soph. O. C. 1653; τὰ διεστεῶτα ὑπὸ σεισμοῠ Her. 7, 129; – bes. feindlich, διαστήτην ἐρίσαντε Il. 1, 6; τίη δὴ νῶι διέσταμεν Iliad. 21, 436; – διέστησαν χωρίς Her. 8, 16, sie trennten sich; nach dem Kampfe auseinander gehen, 1, 76; vgl. Isocr. 5, 38; πλούτου ἀρετὴ διέστηκεν Plat. Rep. VIII, 550 e; κατὰ πόλεις διέσταμεν, sind getrennt, Thuc. 4, 61; διέστησαν κατὰ διακοσίους, sie stellten sich abgesondert in Haufen von zweihundert Mann auf, 4, 32; vgl. Xen. An. 1, 5, 2; πολὺ διεστώσας τάς τε – καὶ τὰς – γνώμας εὑρήσομεν Isocr. 1, 1; ἡ Πελοπόννησος διειστήκει Dem. 18, 18, hatte sich in Parteien getrennt, wie εἰς δύο 10, 4; ἐς συμμαχίαν ἑκατέρων Thnc. 1, 15; πόλεως διεστώσης Plut. Num. 17; πρὸς ἄλληλα Arist. Pol. 1, 8, u. Sp.
-
8 εκπιμπλημι
(fut. ἐκπλήσω)1) наполнять(κρατῆρα Eur.)
2) пополнять, доводить до полного состава(τὸ ἱππικόν Xen.)
3) восполнять, заполнять, возмещать(τὸ ἐλλεῖπον Xen.)
4) исполнять(τὸν νόμον ἐκπλῆσαι Her.)
5) приводить в исполнение, осуществлять(τὰς ἀράς τινος Eur.)
ἐξέπλησε τοῦ ὀνείρου τέν φήμην Her. — на нем сбылось предсказание сновидения;ἐκπλῆσαι μοῖραν τέν ἑωυτοῦ Her. — быть постигнутым тем, что предопределено судьбой6) насыщать, удовлетворять(ὄμματα θέᾳ Eur.)
τέν φιλονεικίαν ἐκπιμπλάναι Thuc. — удовлетворить (свою) жажду мести;ἐκπλῆσαι τὰς γνώμας τινός Xen. — удовлетворить чьи-л. желания7) совершатьἐκπλῆσαι ὁδόν Eur. — пройти путь;
τερπνὸν ἐκπλῆσαι βίον Eur. — приятно провести жизнь;κίνδυνον ἐκπλήσας Eur. — преодолев опасность;μίαν πονήσας ἡμέραν, μέ δέκ΄ ἐκπλήσας ἔτη Eur. — потрудившись один (всего) день, а не десять лет;πανταχῆ ἄστεως ζητῶν νιν ἐξέπλησα Eur. — я искал ее по всему городу8) искупатьἁμαρτάδα τινὸς ἐκπλῆσαι Her. — поплатиться за чьё-л. преступление
9) полностью перечислять, пространно излагать(κακῶν πλῆθος Aesch.)
-
9 επιχειροτονεω
( поднятием рук) голосовать (за что-л), высказываться (в пользу чего-л.), одобрять, принимать (преимущ. о народном собрании, реже о βουλή)(τὰς γνώμας Dem.; τὰς ἀρχάς Arst.)
ἐπεχειροτόνησεν ἥ βουλέ καὴ ὅ δῆμος Dem. — государственный совет и народ постановили;ἐ. τῷ Μαρίῳ τέν στρατηγίαν Plut. — утвердить предоставление претуры Марию -
10 ξυμφορα
ион. συμφορή ἥ1) взнос2) стечение обстоятельств, случайность, тж. случай, происшествие(συμφοραὴ ἐσθλαί Eur.; σ. ἄχαρις Her.)
συμφοραὴ βίου Aesch., Soph. — житейские превратности;πρὸς τὰς ξυμφορὰς καὴ τὰς γνώμας τρέπεσθαι Thuc. — менять свои убеждения в соответствии с обстоятельствами3) исходαἱ ξυμφοραὴ τῶν πραγμάτων Thuc. — исход, событий;
αἱ ξυμφοραὴ τῶν βουλευμάτων Soph. — результат советов4) несчастная случайность, несчастье, бедаἐπὴ συμφορέν ἐμπίπτειν Her. — стать жертвой несчастного случая;
τῇ συμφορῇ κεχρημένος Her. — постигнутый несчастьем;κοινέ τῶν Ἑλλήνων σ. Aeschin. — несчастье (бич) всей Эллады5) счастливое происшествие, благополучный исход Aesch., Soph.πίνειν ἐπὴ συμφοραῖς Simonides ap. Arph. — пить за счастье
6) проступок, преступление -
11 συμφορα
ион. συμφορή ἥ1) взнос2) стечение обстоятельств, случайность, тж. случай, происшествие(συμφοραὴ ἐσθλαί Eur.; σ. ἄχαρις Her.)
συμφοραὴ βίου Aesch., Soph. — житейские превратности;πρὸς τὰς ξυμφορὰς καὴ τὰς γνώμας τρέπεσθαι Thuc. — менять свои убеждения в соответствии с обстоятельствами3) исходαἱ ξυμφοραὴ τῶν πραγμάτων Thuc. — исход, событий;
αἱ ξυμφοραὴ τῶν βουλευμάτων Soph. — результат советов4) несчастная случайность, несчастье, бедаἐπὴ συμφορέν ἐμπίπτειν Her. — стать жертвой несчастного случая;
τῇ συμφορῇ κεχρημένος Her. — постигнутый несчастьем;κοινέ τῶν Ἑλλήνων σ. Aeschin. — несчастье (бич) всей Эллады5) счастливое происшествие, благополучный исход Aesch., Soph.πίνειν ἐπὴ συμφοραῖς Simonides ap. Arph. — пить за счастье
6) проступок, преступление -
12 τρεπω
ион. τράπω (aor. 1 ἔτρεψα, aor. 2 ἔτρᾰπον, pf. τέτροφα - поздн. τέτρᾰφα; pass.: fut. τρᾰπήσομαι, aor. 1 ἐτρέφθην - ион. ἐτράφθην, aor. 2 ἐτράπην с ᾰ, pf. τέτραμμαι)1) поворачивать, обращать, направлять(φύσας ἐς πῦρ, κεφαλέν πρὸς ἠέλιον Hom.; βέλος εἴς τινα Aesch.)
τὰς λόγχας κάτω τρέψαντες Her. — повернув(шие) копья вниз;μῆλα πρὸς ὄρος τ. Hom. — гнать стада в горы;τ. ἀντίον τινος πρόσωπον Hes. — обращаться лицом к чему-л.;τ. τινὰ εἰς ἀθυμίαν Dem. — повергать кого-л. в уныние;τ. αἰτίαν εἴς τινα Isae. — взваливать вину на кого-л.;οὐκ οἶδ΄ ὅποι χρέ τἄπορον τ. ἔπος Soph. — не знаю, куда обратить смущенное слово, т.е. не знаю, что и сказать;τραφθῆναι ἀν΄ Ἑλλάδα Hom. — направиться в Элладу;ποῖ τρέψομαι ; Eur. — куда мне деваться?;ἐπειδὰν ἐν χειμῶνι τράπηται (ὅ ἥλιος) Xen. — когда солнце повернулось на зиму;τραφθέντες ἐς τὸ πεδίον Her. — повернув на равнину2) тж. med. обращать в бегство(ἥρωας Ἀχαιούς Hom.; τὸ τοῦ Ἀριστέως κέρας Thuc.)
ἐκδραμόντες τρέπονται αὐτούς Xen. — сделав вылазку, они обратили их в бегство3) med. обращаться в бегство Thuc., Xen.πεσόντων πολλῶν ἐτράποντο οἱ Λυδοί Her. — когда многие пали (в бою), лидяне обратились в бегство
4) отвращать, отвлекать, отклонять(ἀπὸ τείχεος, sc. τινά Hom.)
οὐκ ἄν με τρέψειαν Hom. — не отклонить им меня (от моего намерения)5) (из)менять(χρώματα Plut.)
τοῦ ἀγαθοῦ οὐ τρέπεται χρώς Hom. — мужественный человек не меняется в лице;οἶνος τρεπόμενος Sext. — киснущее вино;ἐς γέλων τὸ πρᾶγμ΄ ἔτρεψας Arph. — обратив дело в шутку;τρέψαι φρένας Hom. или τὰς γνώμας τινός Xen. — изменить чьи-л. намерения, отговорить кого-л. от его планов;τὸ πλῆθος ἑώρων τετραμμένον Thuc. — видя, что настроение народа переменилось6) med. обращаться, предаваться, приниматься, начинать(ἐπὴ γεωργίας τραπέσθαι Plat.)
εἰς ὀρχηστὺν τρεψάμενοι Hom. — начав пляску;τραπέσθαι πρὸς λῃστείαν Thuc. — заняться грабежом; -
13 παρεισδύνω
A slip in, penetrate, τὸ ἔλαιον π. Id.Pr. 881a7 : metaph., εἰς τὰς γνώμας π. Demad. 3: [tense] pf. -δέδῡκα, εἰς τὰς ἄλλας διαλέκτους A.D.Synt.319.24
:—also [suff] παρεις-δύω,τὰ παρεισδύοντα τῶν διαλέκτων Id.Pron.4.23
.II [voice] Med. [full] παρεισδύομαι,ἐς τὸ στόμα Hp.Epid.5.86
, cf. Sor.1.101, Gal.2.653;ἀλλοφυλίας.. κατὰ μικρὸν -δυομένης Epicur.Ep. 2p.48U.
;εἰς τὴν πόλιν Hdn.2.12.1
, etc.; [ τὸ ὕδωρ]παρεισδυόμενον πνίγει Arist.Pr. 933a16
; of a leech's bite, penetrate into, Aret.CA 2.6; of customs, Plu. 2.216b, Agis 3, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρεισδύνω
-
14 ἐπιχειροτονέω
A sanction or confirm by vote, of the Assembly, ; ἡ εἰρήνη ἡ ἐπιχειροτονηθεῖσα Decr. ap. eund.18.29 ; incorrectly, ἐπεχειροτόνησεν ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος Decr.ib.105.2 confirm in office,τὰς ἀρχάς Arist.Ath.43.4
, cf.37.1 ; τοὺς προέδρους -τονεῖν the π. shall confirm the appointment, Lexap.D.24.39 : hence, of a Roman Tribune, ἐπεχειροτόνησε τῷ Μαρίῳ τὴν στρατηγίαν got the Praetorship for him, Plu.Mar.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιχειροτονέω
-
15 παρ-εις-δύνω
παρ-εις-δύνω, = παρειςδύομαι; λόγος εἰς τὰς γνώμας, Demad. 3; Schol. Ap. Rh. 1, 645.
-
16 παρα-βιάζομαι
παρα-βιάζομαι, mit Gewalt Etwas thun, durchsetzen; τὸν χάρακα, durchbrechen, Pol. 22, 10, 7; περὶ πράγματος, 26, 1, 3; καὶ διαστρέφειν τὰς γνώμας, Plut. Lycurg. 6, öfter, u. N. T. – Suid. führt auch das act. an, zw.
-
17 συμ-μίγνῡμι
συμ-μίγνῡμι, seltener συμμιγνύω, wie συμμιγνύουσιν, συμμιγνύων, Xen. An. 4, 6, 24 (vgl. Krüger zur Stelle) Mem. 3, 14, 5; für συμμίγνυε Plat. Phil. 25 d ist Lesart der bessern mss. συμμίγνυ (vgl. μίγνυμι u. συμμίσγω); – vermischen, vereinigen; das activ. oft mit Auslassung des Objects, scheinbar intransitiv, gleichbedeutend mit dem passiv.; H. h. Merc. 83; bes. in Liebe u. von fleischlicher Vermischung im Beischlaf, ϑεοὺς γυναιξί, ϑεὰς ἀνϑρώποις, H. h. Ven. 50. 52 u. 251, wie Her. τῇ πρῶτον συνεμίχϑη, 4, 114; δούλη ἐὰν συμμίξῃ δούλῳ, Plat. Legg. XI, 930 b; περὶ τὸ ξυμμιγῆναι ἀλλήλοις, Conv. 207 b; – von feindlichem Zusammentreffen, Her. 1, 127, oft; τινὶ ἐς μάχην, 4, 127; τῇ ναυμαχίῃ, 1, 166; ξυμμίξαντες ἐναυμάχουν, Thuc. 1, 49, vgl. 2, 84. 8, 42; Xen. Cyr. 3, 3, 18 An. 4, 6, 24 u. sonst; ὁμόσε τοῖς πολεμίοις, Cyr. 7, 1, 26; τοῖς πολεμίοις χεῖρας, 2, 1, 11; – u. allgemein, τύχᾳ νιν συνέμιξε, Pind. P. 9, 72, er ließ ihn das Glück erlangen; βοὰν αὐλῶν ἐπέων τε ϑέσιν συμμῖξαι πρεπόντως, Ol. 3, 9; πῶς κεδνὰ τοῖς κακοῖσι συμμίξω; Aesch. Ag. 634; ἀνοσίοισι συμμιγεὶς ἀνδράσι, Spt. 593, verkehren mit ihnen, Umgang haben; so auch Ar. Eccl. 516; βιάζομαι γάμοισι Πρωτέως παιδὶ συμμῖξαι λέχος, Th. 890; auch Eur., σῶμα φλογμῷ πόσει συμμίξασα, Suppl. 1020; οὐρανὸς συμμεμιγμένος τῇ γῇ, Cycl. 574; συμμίξαντες τὰ στρατό πεδα, Her. 4, 114; κοινόν τι πρῆγμα συμμῖξαί τινι, Jem. eine gemeinschaftliche Angelegenheit mittheilen, 8, 58; ὕδατι συμμίξας καὶ συναρμόσας, Plat. Tim. 74 c; χρυσὸν ἐν τῇ γενέσει συνέμιξεν αὐτοῖς, Rep. III, 415 a; u. pass., ὅταν συμμιγνύηται ἁλμυρᾷ δυνάμει, Tim. 83 c; auch συμμιγνύμενα αὐτά τε πρὸς αὑτὰ καὶ πρὸς ἄλληλα, 57 d; συμμιχϑὲν ἐκ τριῶν, 76 d; οὐδείς, τῷ κακὸν ἐξ ἀρχῆς γενο μένῳ οὐ συνεμίχϑη, Niemand ist, dem nicht von Anfang an ein Unglück beigemischt wäre, Her. 7, 203; mit Jem. zusammenkommen, um mit ihm zu reden u. zu unterhandeln, συμμίξας τοῖσι Σαμίοισι, ἀνέπειϑε, 6, 23; ἄγγελοι συμμίξαντες Γέλωνι, 7, 153; ἐϑέλων συμμῖξαί σφι καὶ πυϑέσϑαι τὰς γνώμας, 8, 67; Eur. Hel. 324; Θεαιτήτῳ αὐτὸς συνέμιξα χϑὲς διὰ λόγων, Plat. Polit. 258 a; ὡς ἀσμένως καὶ οἰκείως ἀλλήλοις συνέμιξαν οἱ πολῖται, Menex. 243 e; auch vom Handelsverkehr u. von Geschäften, ξυμμίξαντι ξυμβόλαια μετρίως, Legg. XII, 958 c; dem πλησιάζειν entsprechend, Xen. Cyr. 8, 1, 46; πρός τινα, 7, 4, 11, Folgde, wie Pol.
-
18 γέλως
γέλως, ωτος, ὁ, das Lachen, Gelächter, Ausdruck der Freude, des Spottes u. s. w., von Hom. an überall. Hom. acht Stellen, viermal nom. γέλως, viermal accus. γέλω: Odyss. 20, 8 ἀλλήλῃσι γέλω καὶ ἐυφροσύνην παρέχουσαι, v. l. γέλων u. γέλον; 20, 346 μνηστῆρσι δὲ Παλλὰς Ἀϑήνη ἄσβεστον γέλω ὦρσε, v. l. γέλον; 18, 350 γέλω δ' ἑτάροισιν ἔτευχεν, v. l. γέλων, γέλον; 18, 100 μνηστῆρες χεῖρας ἀνασχόμενοι γέλω ἔκϑανον, v. l. γέλῳ, dativ.; man hat auch das γέλω ohne Jota subscript. in dieser Stelle für den dativ. genommen, es ist aber accusat., vgl. ὁδὸν ἰέναι, ὁδὸν ἡγεῖσϑαι, νικᾶν τὰς γνώμας, Κορινϑίους ἀπεωσάμεϑαναυμαχίαν u. s. w.; die Alexandriner werden hier wohl eine Homerische oder Attische Enallage des Casus gesehn haben; nominat. γέλως Odyss. 8, 344 οὐδέ Ποσειδάωνα γέλως ἔχε, 343 ἐν δὲ γέλως ὦρτ' ἀϑανάτοισι ϑεοῖσιν, 326 und Iliad. 1, 599 ἄσβεστος δ' ἄρ' ἐνῶρτο γέλως μακάρεσσι ϑεοῖσιν. – In Prosa dat. γέλωτι, accus. γέλωτα; nach Moeris γέλων Att. Form, wofür Pierson Beispiele aus Att. Dichtern beibringt, p. 80; – ἐπὶ γέλωτι, zum Scherz, Her. 9, 82; σὺν γέλωτι, unter Lachen, Xen. An. 1, 2, 18; ἅμα γέλωτι Plat. Legg. VII, 789 d; μετὰ γέλωτος Plut. Mar. 18; γέλωτα παρέχειν, Lachen erregen, Plat. Gorg. 473 e; Xen. Cyr. 2, 2, 13; ὀφλισκάνειν Ar. Nubb. 1018; Plat. Phaed. 117 a u. öfter; παρασ κευάζειν Legg. II, 669 b; ποιεῖν Charm. 155 b; Xen. Cyr. 2, 2, 11; κινεῖν Conv. 1, 14; τιϑέναι Eur. Ion. 1191; κατέχειν, das Lachen unterdrücken, Plat. Lach. 184 a; Xen. Cyr. 2, 2, 5; πολὺς γέλως, starkes, langes Gelächter, Cyr. 2, 3, 18 u. sonst; selten πλατύς, was Thom. Mag. empfiehlt; μέγας, ἰσχυρός, Plat. Polit. 295 e Rep. III, 286 e; Αἰάντειος γ. f. Zenob. 1, 43; – γέλωτα τὰ τοιαῦτα τίϑεσϑαι, etwas zum Gegenstand des Lachens, Gespöttes, lächerlich machen, Her. 3, 38; vgl. 29; ἀποδείκνυμι Plat. Theaet. 166 a; ἐς γέλωτά τι τρέπειν Ar. Vesp. 1260; Thuc. 6, 53; εἰς γέλωτα καὶ λοιδορίαν τι ἐμβάλλειν Dem. 10, 75; καὶ ἐς σκώμματα 54, 13; ἐν γέλωτι ποιεῖσϑαί τι, Luc. enc. Dem. 12; γέλως ἐστί, es ist zum Lachen, Dem. 4, 25; vgl. 14, 27; γέλως γίγνεσϑαί τινι, Einem zum Gespött werden, Soph. O. C. 902. – Uebertr. vom leisen Geplätscher der Wellen, Opp. Hal. 4, 334.
-
19 νῑκάω
νῑκάω, fut. νικήσω, die Annahme des att. fut. νικῶ beruht auf Pallad. 52 (XI, 288), wo νικῶσιν aber als praes. zu fassen ist; siegen, besiegen; – 1) intrans., siegen; den Vorzug haben, überlegen sein, ἐπεὶ τὰ χερείονα νικᾷ Il. 1, 576 Od. 18, 404; ὁ μὲν ἂρ μύϑοισιν, ὁ δ' ἔγχεϊ πολλὸν ἐνίκα, Il. 18, 252, öfter; νικήσας, der Sieger, 3, 138; ἐν Πυϑίοισι νικᾶν, Pind. N. 2, 9, u. oft vom Sieger in den Kampfspielen; δρόμῳ σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σϑένει, N. 10, 48. Häufig steht das praes. in der Bdtg Siegersein (gesiegt haben), ἐν Ὀλυμπιάδι νικῶν, Ol. 11, 17; dah. in den Angaben. der Sieger bei den Scholl. u. sonst gew, ἐνίκα, νικᾷ δ' ὁ πρῶτος καὶ τελευταῖος δραμών, Aesch. Ag. 305; νικᾶσϑαι, unterliegen, Spt. 496; ἐξαμαρτεῖν u. νικᾶν einander entgeggstzt, Soph. Phil. 95; πᾶσι τοῖς κριταῖς, ἑνὶ κριτῇ, mit der Stimme aller Richter in einem Wettkampfe siegen, Ar. Av. 445; vgl. νικᾷ πάσαις ταῖς ψήφοις ὁ νόμος, das Gesetz geht mit allen Stimmen durch, Plat. Legg. VII, 801 a; ἐν δημοκρατίᾳ νικᾷ ζῆν, es ist besser, Polit. 303 b; vgl. über die Bdtg des praes. Krüger zu Xen. An. 1, 10, 4, wo er auch Thuc. 7, 11 μάχῃ τῇ πρώτῃ νικᾶται ὑφ' ἡμῶν anführt, er ist besiegt worden; bei Dem. Lpt. 74 steht νικῶν neben παρακρουσόμενος; κακὴ βουλὴ νίκησε, der böse Rath siegte, behielt die Oberhand, Od. 10, 46; νικᾷ τὸ κέρδος, Aesch. Ag. 560; ἡ γνώμη ἐνίκησε, die Meinung behielt die Oberhand, fand Beifall, ging durch, Thuc. 2, 12 u. Folgde oft; δόξα, Plat. Gorg. 487 c; ἐκ τῆς νικώσης ἔπραττον πάντα, nach der durchgegangenen Meinung, nach Stimmenmehrheit, Xen. An. 5, 9, 18; vgl. ὅ, τι ἂν νικῴη ἐν τῷ κοινῷ τοῦτο κύριον εἶναι, Hell. 6, 5, 6; τὸ νικῆσαν ψήφισμα, Dem. 24, 27; u. ähnl. τέλος γε μέντοι δεῦρ' ἐνίκησεν μολεῖν, Soph. Ant. 233, vgl. 274; γνώμῃ νικῶν, mit einer Meinung durchdringend, Her. 3, 82; – auch = einen Proceß gewinnen, εἵνεκα νίκης, τήν μιν ἐγὼ νίκησα δικαζόμενος, Od. 11, 545, vgl. 558; oft bei den Rednern, selbst ἐνίκησε τοῦ κλήρου, in dem Proceß wegen der Erbschaft, Dem. 43, 32. – 2) trans., besiegen, überwinden, übertreffen, τινά, von Hom. an überall; μάχῃ νικῶντες Ἆχαιούς, Il. 16, 79; πόδεσσι δὲ πάντας ἐνίκα, mit den Füßen, im Laufe, 20, 410, wie 23, 756; κάλλει ἐνίκων φῦλα γυναικῶν, 9, 130; ἀγορῇ δέ ἑ παῦροι Ἀχαιῶν νίκων, 15, 284; neben κρείσσων γενέσϑαι, 3, 71 Od. 18, 46; auch von Leidenschaften, νόον νίκησε νεοίη, Il. 23, 604, von Fehlern, Umständen, die Einen wozu zwingen; so auch Tragg.; μὴ φόβος σε νικάτω φρένας, Aesch. Eum. 88, überwältigen; so ὕπνῳ, κέρδεσιν νικώμενος, Ag. 282. 333, wie ξυμφορᾷ νικωμένη Eur. Med. 1195; – auch c. gen., ἱμέρου νικώμενος, Aesch. Suppl 983; bes. bei Personen, statt ὑπό τινος, κρεισσόνων νικώμενος, Eur. Med. 316 Troad. 23 I. A. 1357; ἢν ταῦτα νικηϑῇς ἐμοῦ, Ar. Nubb. 1088; vgl. κρατεῖς τοι τῶν φίλων νικώμενος, Soph. Ai. 1332, also wie ἡσσάομαι construirt; Plat. vrbdt auch νικῶντα ἐν λόγοις πάντας ἀνϑρώπους, Conv. 213 e; Xen. mit dem partic., ἔςτε νικῴη καὶ τοὺς εὖ καὶ τοὺς κακῶς ποιοῦντας ἀλεξόμενος, An. 1, 9, 11, vgl. Ages. 9, 7 Mem. 2, 6, 35, im Abwehren. – Auch der acc. der Sache wird hinzugesetzt, wie in dem homerischen Beispiele νίκην νικᾶν, einen Sieg ersiegen, wie νικῶσα νίκην τίνα Eur. Suppl. 1060; von Kampfspielen so, Is. 6, 60; auch Plat. Rep. V, 465 d; πάντα ἐνίκα, alle Kämpfe gewann er, in allen Kämpfen siegte er, Il. 4, 389; ähnl. νικᾶν τὴν δίκην, Eur. El. 955, wie Ar. Vesp. 581; δίκας, Equ. 93; γνώμην ἐν τῷ δήμῳ, eine Meinung, einen Vorschlag durchsetzen, Vesp. 594, vgl. Nubb. 432; so auch Her. Ἱππίεω δὲ γνώμην νικήσαντος, 1, 61; οἱ νικῶντες τὰς γνώμας περὶ τούτων, Plat. Gorg. 456 a; Ὀλύμπια νενικηκότι, dem Sieger in den olympischen Spielen, Thuc. 1, 126, wie oft bei Luc. u. Paus.; ταύτην τὴν Ὀλυμπιάδα ἐνίκα στάδιον u. ä.; τὴν μάχην, in der Schlacht siegen, Plat. Lach. 191 c u. öfter, wie Xen. u. Folgde; auch ἐνίκησαν τὴν ναυμαχίαν τοὺς Λακεδαιμονίους, Aesch. 3, 181; νικήσας τοὺς Ἀϑηναίους τὴν ἐν Χαιρωνείᾳ μάχην, Pol. 5, 10, 1, neben μάχῃ, was sich bei denselben Schriftstellern eben so oft findet.
-
20 ἀλλοιόω
ἀλλοιόω, verändern, z. B. Plat. neben μεταβάλλειν Rep. II, 381 b; Polyb. öfter; viel häufiger pass., verändert werden, ἄλλην τινὰ ἀλλοίωσιν ἀλλοιοῠσϑαι Plat. Theaet. 181 d, eine andere Veränderung erleiden; ἠλλοίωντο τὰς γνώμας Thuc. 2, 59; vgl. Pol. 3, 103, 6; mit dem gen., ἀλλοιοῠσϑαι ἑαυτοῠ Parm. 139 a; vgl. ἀλλοῖος; Xen. ἀλλοιοῠταί τι τῆς καλῆς παρασκευῆς, es ändert sich etwas an der schönen Rüstung, zum schlechten, Cyr. 3, 3, 9; ἠλλοιωμένης Eur. Suppl. 968, verwandelt; Plat. Rep. II. 381 d; ὑπὸ μέϑης, berauscht, Pol. 8, 29, 5; Sp., wie Dio C., = alienare.
См. также в других словарях:
Ακινάτης, Θωμάς — (Tommaso d’ Aquino, Ροκασέκα 1225 – Φοσανόβα 1274). Άγιος της Δυτ. Kαθολικής Εκκλησίας, Ιταλός θεολόγος και φιλόσοφος. Η οικογένειά του, μεγάλη και παλιά, λογγοβαρδικής καταγωγής, τον αφιέρωσε σε ηλικία πέντε ετών στο μοναστήρι του Μοντεκασίνο.… … Dictionary of Greek
συμφορά — η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συφορά Ν, και ιων. τ. συμφορή Α 1. κακοτυχία, δυστυχία, ατύχημα (α. «τόν βρήκε μεγάλη συμφορά» β. «ὑπὸ τῆς συμφορῆς ἐκπεπληγμένος», Ηρόδ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που φέρνει κακοτυχία, δεινά (α. «αυτός είναι αληθινή συμφορά για… … Dictionary of Greek
μεγαλείος — α, ο (ΑM μεγαλείος, εία, ον) το ουδ. ως ουσ. το μεγαλείο(ν) α) μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα, αίγλη β) μεγαλοπρεπές έργο, λαμπρό επίτευγμα, μεγαλούργημα («οὐκ οἴδασιν... τὴν παιδείαν κυρίου τοῡ θεοῡ σου, καὶ τὰ μεγαλεῑα αὐτοῡ», ΠΔ) νεοελλ. το ουδ. ως … Dictionary of Greek
παρεισδύω — ΝΜΑ και παρεισδύνω ΜΑ εισέρχομαι χωρίς να γίνω αντιληπτός ή με επιτηδειότητα και δόλο ή κατά λάθος αρχ. 1. εισδύω και βαθμηδόν εξαπλώνομαι («παρεισέδυ εἰς τὴν πόλιν ἀργύρου καὶ χρυσοῡ ζῆλος», Πλούτ.) 2. εισέρχομαι στο βάθος τών νοημάτων, κατανοώ… … Dictionary of Greek
προκατασείω — Α (κυριολ. και μτφ.) κλονίζω εκ τών προτέρων («προκατασείειν τὰς γνώμας τῷ φόβω», Λιβάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατασείω «σείω δυνατά, κλονίζω»] … Dictionary of Greek
προσεμπίπλημι — Α γεμίζω με κάτι επιπροσθέτως («προσεμπλήσουσι τὰς γνώμας τῶν πλουσίων ταῑς ἡδοναῑς τῶν ἀμέτρων ἐπαίνων», Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμπίμπλημι «γεμίζω»] … Dictionary of Greek
προσθάλπω — Α θερμαίνω, ενισχύω ακόμη περισσότερο («προσθάλπειν τισὶ τὰς γνώμας», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + θάλπω «θερμαίνω»] … Dictionary of Greek
Χατζιδάκις, Γεώργιος — (Μύρθιο, Κρήτη 1848 – Αθήνα 1941). Έλληνας γλωσσολόγος. Αδελφός του Ιωάννη X., ενώ τελείωσε την εγκύκλια μόρφωση του στα 25 του χρόνια (1873), οι λαμπρές πανεπιστημιακές σπουδές του (1873 77) στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας και… … Dictionary of Greek
Thales de Milet — Thalès Pour les articles homonymes, voir Thalès (homonymie). Thalès Naissance … Wikipédia en Français
Thalos de milet — Thalès Pour les articles homonymes, voir Thalès (homonymie). Thalès Naissance … Wikipédia en Français
Thalès de Milet — Thalès Pour les articles homonymes, voir Thalès (homonymie). Thalès Naissance … Wikipédia en Français